Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΚΑΣΤΡΟ ΦΑΡΣΑΛΩΝ





Τα Φάρσαλα βρίσκονται σε μια εύφορη πεδιάδα και σε μια στρατηγικής σημασίας θέση από την οποία διέρχονταν οδικοί άξονες που συνέδεαν τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα. Το σημείο κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή και υπήρξε σημαντική πόλη με πλούσια ιστορία κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα.

 

 

Ιστορία

Η μεγάλη ακμή της πόλης των Φαρσάλων σημειώνεται κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ. Η πόλη γίνεται ισχυρή πρωταγωνίστρια των θεσσαλικών θεμάτων και αναδεικνύει μεγάλους πολιτικούς ηγέτες από την οικογένεια των Εχεκρατιδών.
Την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε, πιθανότατα, η ακρόπολη της πόλης, που ήταν χωριστά τειχισμένη από την υπόλοιπη πόλη και κατελάμβανε την κορυφή του υψώματος Προφήτης Ηλίας. Αποτελεί το νοτιότερο και υψηλότερο τμήμα της πόλης και το σχήμα της είναι επίμηκες, με κατεύθυνση ανατολικά – δυτικά και αποτελείται από δύο πεπλατυσμένες εξάρσεις στα άκρα, με ένα στενό διάσελο ανάμεσά τους. Η σημερινή της εικόνα είναι προϊόν των ανακατασκευών της βυζαντινής περιόδου. Στο σύστημα τροφοδοσίας και αποταμίευσης νερού της αρχαίας ακρόπολης ανήκει μία δεξαμενή σε σχήμα φιάλης, σκαμένη στο βράχο και κτισμένη στην περιοχή του στομίου της κατά το εκφορικό σύστημα με ορθογώνιους κυβόλιθους σε δόμους.


Σημειωτέον ότι πριν από την οχύρωση της ακρόπολης και κάπως ανεξάρτητα από αυτήν είχε προηγηθεί η κατασκευή τείχους γύρω από την πόλη. Η συνολική περίμετρος δεν ξεπερνούσε τα 5 χιλιόμετρα και το πάχος κυμαίνεται από 1,50 έως 2,80 μέτρα. Σε όλη την περίμετρό του υπήρχαν είκοσι τρεις τετράπλευροι-ορθογώνιοι πύργοι, από τους οποίους είναι σήμερα ορατοί με σαφήνεια δεκαεννέα, ενώ έχουν εντοπισθεί τέσσερις πύλες και μία πυλίδα, επάνω στους άξονες των οδικών αρτηριών που οδηγούσαν στην πόλη.

Η έκταση της πόλης στα βυζαντινά χρόνια συρρικνώθηκε δραματικά. Περιορίσθηκε στο κάστρο, στο υψηλότερο τμήμα της βόρειας πλαγιάς του λόφου του Προφήτη Ηλία, καταλαμβάνοντας το 1/6 της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με τον Προκόπιο η πόλη τειχίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αιώνας).

Η πόλη μνημονεύεται στις γραπτές βυζαντινές πηγές ως Φθία, Φάρσαλος, Φάρσαλα, Φύρσαλα και Φαρσαλία. Διοικητικά ανήκε στο θέμα Ελλάδος, ενώ εκκλησιαστικά υπήρξε κατά διαστήματα έδρα επισκοπής, αρχιεπισκοπής και μητρόπολης.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους, η Φάρσαλος κυριεύεται από το Βονιφάτιο Μομφερατικό (ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης) και προσαρτάται στο λομβαρδικό του βασίλειο. Η φραγκοκρατία κράτησε έως το 1222.

Από το 1309 έως το 1333 εντάχθηκε στο καταλανικό δουκάτο των Αθηνών. Επανακτήθηκε από το βυζαντινό αυτοκράτορα, Ανδρόνικο Γ’.

Το 1348 η πόλη καταλαμβάνεται από το στρατηγό του Σέρβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν, Θωμά Πρελούμπο και παραμένει υπό σερβική κατοχή για 45 χρόνια. Τέλος, στα τέλη του 14ου αιώνα περνά στα χέρια των Τούρκων.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Η Ακρόπολη έχει μήκος 500 μέτρα περίπου και μέγιστο πλάτος 60 μέτρα σε υψόμετρο 250 μέτρων.

Τα αρχαία τείχη χρονολογούνται από τα τέλη 6ου-αρχές 4ου αιώνα π.Χ. Αυτή η περίοδος οικοδόμησης χαρακτηρίζεται από πολυγωνικούς ογκόλιθους.

Η οχύρωση επιδιορθώθηκε στα μέσα 4ου αιώνα π.Χ. Αυτή η περίοδος οικοδόμησης χαρακτηρίζεται από ογκόλιθους τετραγωνικής διατομής.

Πολύ αργότερα, επί Ιουστινιανού, τα τείχη ενισχύθηκαν με την πρόσθεση μιας πλινθόκτιστης κατασκευής. Αυτή η περίοδος οικοδόμησης χαρακτηρίζεται από τη χρήση ακατέργαστων λίθων, κεραμιδιών και ασβέστη.


Στην κατασκευή του βυζαντινού τείχους η αρχαία ακρόπολη αξιοποιήθηκε και τα τείχη της ανακατασκευάστηκαν, ενσωματώνοντας στο νέο τείχος τα κατά τόπους σωζόμενα τμήματα του αρχαίου. Από την οχύρωση της εποχής αυτής σώζονται σε αρκετό ύψος τμήματα του τείχους της ακρόπολης και του ανατολικού σκέλους του τείχους της πόλης.

Η ακρόπολη συνεχίζει να χρησιμοποιείται και στη Μεταβυζαντινή εποχή, όπως διαπιστώνεται από εκτεταμένες επισκευές στο νότιο και το δυτικό τείχος, στις οποίες χρησιμοποιούνται μικρές αργές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό.

Δεξαμενές νερού στην ακρόπολη και την πόλη αποτελούν τα μόνα ανασκαφικά δεδομένα της περιόδου. Η μεγαλύτερη από τις δεξαμενές των βυζαντινών χρόνων, κτίσθηκε σε επαφή με το νότιο τείχος του δυτικού τμήματος της ακρόπολης. Το εσωτερικό της είναι επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα και η στέγασή της γινόταν με καμάρα, τα τόξα της οποίας στηρίζονταν σε ζεύγη αντηρίδων, κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών της.

Εκτός από κεραμική, άλλα λείψανα βυζαντινών χρόνων μέσα στη σύγχρονη πόλη δεν έχουν εντοπιστεί ανασκαφικά μέχρι σήμερα. 


ΠΗΓΗ  http://www.kastra.eu/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου